περικάτθετο

περικάτθετο
περί-κατατίθημι
place
aor ind mid 3rd sg (homeric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περικατατίθημι — Α (συν. το μέσ.) περικατατίθεμαι τοποθετώ κάτι γύρω από κάτι ή πάνω σε κάτι («αὐτίκα δ ἰοδόκην χρυσέῃ περικάτθετο μίτρῃ», Απολλ. Ροδ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”